-
1 услуга
1. (действие, приносящее помощь, пользу другому) η υπηρεσί/αоказать - у κάνω τη χάρη, εξυπηρετώ2. -й (обслуживание) οι υπηρεσίεςпредлагать - и προτείνω/προσφέρω τις -- связи - επικοινωνίας, τηλεφωνικές -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > услуга
-
2 служить
слуяу, служишь, μτχ. ενστ. служащийρ.δ.1. υπηρετώ (εκτελώ δημόσια, στρατιωτική ή άλλη υπηρεσία).2. παλ. είμαι υπηρέτης, δούλος.3. παλ. δουλεύω σαν υποταγής. || προσφέρω εκδούλευση• εξυπηρετώ.4. προσφέρω τις υπηρεσίες μου•служить родине υπηρετώ την πατρίδα•
служить народу υπηρετώ το λαό.
|| αποδίδομαι ολοκληρωτικά σε κάτι•служить бахусу το ρίχνω στο πιοτί (λατρεύω το Βάκχο)•
служить Мамоне λατρεύω το Μαμωνά (τον πλούτο).
5. εκτελώ τον προορισμό μου (για μέλη, όργανα του σώματος κ.τ.τ.).6. χρησιμεύω, χρησιμοποιούμαι•шинель эта -ла мне одеялом αυτή η χλαίνη μου χρησίμευσε για σκέπασμα•
служить примером χρησιμεύω για παράδειγμα.
7. ιερατευω• λειτουργώ, εκτελώ λειτουργία.8. (για μερικά ζώα) στέκομαι στα πισινά πόδια.βλ. ρ. ενεργ. φ. (6 σημ.). -
3 служить
1. (работать по найму) δουλεύωεξυπηρετώπροσφέρω τις υπηρεσίες (μου)2. (исполнять воинские обязанности) υπηρετώ Заработать, трудиться) δουλεύωεργάζομαι4. (выполнять какое-л назначение) εκτελώ τον προορισμό/σκοπό/στόχο (μου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > служить
-
4 услуга
услу́г||аж1. ἡ ὑπηρεσία, ἡ ἐξυπηρέτηση[-ις], ἡ ἐκδούλευση [-ις]:оказа́ть \услугау κάνω ἐκδούλευση, ἐξυπηρετώ· предлагать свои́ \услугаи προσφέρω τίς ὑπηρεσίες μου· κ вашим \услугаам στή διάθεσή σας· готовый κ \услугаам (в письме) πρόθυμος νά σας ἐξυπηρετήσω·2. \услугаи мн. (обслуживание) ἡ ὑπηρεσία:коммунальные \услугаи τά κοινόχρηστα· бюро́ добрых услу́г γραφείο ἐξυπηρετήσεως. -
5 цена
η τιμ/ή- ы не включают НДС (налог на добавленную стоимость) - ές δεν περιλαμβάνουν το Φ.Π.Α. (Φόρο Προστιθέμενης Αξίας)падать резко в - е πέφτω απότομα/κατακόρυφα σε -пересмотр цен - αναθεώρηση/επανεξέταση των - ώνповышение цен αύξηση/άνοδος - ώνпредлагать - у προσφέρω/προτείνω την -предоставлять особую - у παρέχω/παραχωρώ ειδική -прейскурант с - ами СИФ τιμοκατάλογος με τιμές С.I.F. (που περιλαμβάνουν το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα)прейскурант с - ами ФОБ τιμοκατάλογος με - ές F.O.B. (που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε δαπάνη μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο)продавать по высокой (низкой) - е πουλάω/πωλώ με υψηλή (χαμηλή) -сбивать - ы κατεβάζω/κόβω τις - έςснижать - ы μειώνω/κατεβάζω τις - έςснижение цен μείωση - ών, οι εκπτώσειςсохранять - ы (на прежнем уровне) κρατάω/κρατώ τις - ές (στο ίδιο επίπεδο)увеличивать - у на... % αυξάνω την - κατά... %указывать - у σημειώνω/γράφω την -уменьшать - у μειώνω/κατεβάζω την -биржевая - δημοσιευμένη -, οριζόμενη - (χρηματιστηρίου)бросовая торг. - κάτω του κόστουςваловая - ακαθάριστη -, μ(ε)ικτή ----выпускная - διάθεσης (χρεωγράφων, μετοχών)-завышенная - υπερτιμημένη -, αυξημένη -заниженная - υποτιμημένη -, μειωμένη --зональная - ισχύουσα στην περιφέρεια ή ζώνη (όπου τα έξοδα παράδοσης είναι διάφορα από κάθε σημείο της ζώνης)- Κ ΑΦ - περιέχουσα την αξία του εμπορεύματος και το ναύλο μεταφοράς στο λιμάνη προορισμούпокупная - αγοράς, αγοραστική -приемлемая - προσιτή -, αποδεκτή -- СИФ - που περιλαμβάνει το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα, разг. - С.Ι.F. (ξεν.)-- ФОБ - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο - F.O.B (ξεν)- ФОБ со штивкой - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο και τα έξοδα της στοιβασίας- ФОР - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι την τοποθέτηση του στα σιδηροδρομικά οχήματα/βαγόνια - F.O.R (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цена
-
6 дать
дам, дашь, даст, дадим, дадите, дадут; παρλθ. χρ. дал, дала, дало, дали (με το αρνητικό: не дал, не дала, не дало, не дали); προστκ. дай; παθ. μτχ. παρλθ. χρ. данный, βρ: дан, дана, даноρ.σ.μ.1. δίνω• εγχειρίζω•дать деньги δίνω χρήματα•
дать книгу δίνω βιβλίο.
|| παρέχω, χορηγώ, προσφέρω•помещение δίνω χώρο.
|| παραχωρώ•дать место δίνω τη θέση.
|| πληρώνω•сколько ты дал за галстук? πόσο έδοσες για τη γραβάτα;
2. απονέμω•дать награду απονέμω βραβείο, βραβεύω.
|| μτφ. καθορίζω•дать задание на дом δίνω σπιτική δουλιά (στους μαθητές).
|| επιφέρω, καταφέρω•он дал ему пощечину του έδοσε ένα μπάτσο.
|| χτυπώ, δέρνω, πλήττω•дать по рукам χτυπώ στα χέρια.
3. παραθέτω• παρουσιάζω κάνω εκδήλωση•дать обед δίνω γεύμα•
дать концерт δίνω συναυλία•
дать бал δίνω χορό.
4. φέρω, αποφέρω, προσκομίζω•дать большой доход δίνω μεγάλο έσοδο.
|| φέρω, επιφέρω•дать успокоение φέρω καθησύχαση, καθησυχάζω.
5. εμφανίζω, παρουσιάζω•дать трещину ραγίζομαι, παρουσιάζω ρωγμή•
-течь κάνω νερά, αφήνω να τρέχει•
дать осечку παθαίνω αφλογιστία•
дать осадок αφήνω κατακάθια.
6. με πολλά ουσ. σχηματίζει• συνδυασμούς•дать распоряжение δίνω εντολή (εντέλλομαι)•
дать согласие συμφωνώ, συγκατατίθεμαι, δίνω συγκατάθεση•
дать позволение επιτρέπω•
дать ответ δίνω απάντηση (απαντώ)•
дать разрешение δίνω άδεια (επιτρέπω)•
дать обещание δίνω υπόσχεση (υπόσχομαι)•
дать отсрочку δίνω αναβολή, παράταση (αναβάλλω, παρατείνω)•
дать указания υποδείχνω, δίνω οδηγίες.
|| μεταδίνω, κάνω•сигнал δίνω σήμα, κάνω σινιάλο•
дать знак κάνω νεύμα.
|| χτυπώ, κρούω•дать звонок χτυπώ το κουδούνι.
7. παρέχω τη δυνατότητα, αφήνω, επιτρέπω•дайте мне отдыхать αφήστε με να ξεκουραστώ•
он не дает- мне спать αυτός δε με αφήνει να κοιμηθώ.
8. προστκ. дай ως προτρεπτικό μόριο: εμπρός, μπρος, άι, δόσ(ε), δόσ’ του.εκφρ.дать веру – πιστεύω, δίνω πίστη•дать вожжи ή поводок – κ.τ.τ. χαλαρώνω τα χαλινά•дать знать κάνω γνωστό, γνωστοποιώ•дать начало – κάνω την αρχή, πρωταρχίζω•дать себя знать – υποχρεώνω τον εαυτό μου να καταλάβει, να αι-αθανθεί•дать свет – ανάβω το φως•дать себе труд – κουράζω, βασανίζω•не дал себе труда подумать – δε βασάνισε καθόλου το μυαλό του•слово – α) δίνω το λόγο (να μιλήσει.), β) υπόσχομαι•ни дать ни взять – ούτε πολύ ούτε λίγο, ακριβώς το ίδιο•я тебе (те) дам – θα σου τις δώσω, θα σε δείρω, θα τις φας (απειλή)•дай Бог – (ευχή) να δόσει ο Θεός•не дай Бог – (απευχή) να μη δόσει ο Θεός.1. πιάνομαι•не дать в обман δε θα πέσω στην παγίδα, δε θα πιαστώ κορόιδο.
|| υποκύπτω, υποχωρώ.2. πετυχαίνω, ευδοκιμώ είμαι ευμαθής•математика ему не далась τα μαθηματικά αυτός δεν τα έπαιρνε•
история ему далась лучше грамматики αυτός την ιστορία την έπαιρνε καλύτερα από τη γραμματική.
|| δίνομαι, αποκτιέμαι•ничто даром не дается τίποτε δε δίνεται δωρεάν (τζάμπα).
См. также в других словарях:
προσφέρω — ΝΜΑ, και προσφέρνω Ν, και δωρ. τ. ποτιφέρω Α [φέρω] 1. δίνω κάτι ευγενικά ως δώρο, δωρίζω, χαρίζω (α. «η εταιρεία τού προσέφερε για τις υπηρεσίες του ένα ταξίδι» β. «καὶ δῶρα... χρυσοῡ τε καὶ ἀργύρου προσεφέρετο», Θουκ.) 2. (σχετικά με έδεσμα ή… … Dictionary of Greek
προσφέρω — και προσφέρνω πρόσφερα, προσφέρθηκα 1. δίνω κάτι ως δώρο, δωρίζω, χαρίζω: Στο σταθμό μάς πρόσφεραν λουλούδια. 2. προτείνω, βγάζω κάτι για πούλημα: Προσφέρονται είδη ρουχισμού σε χαμηλές τιμές. 3. το μέσ., προσφέρομαι είμαι πρόθυμος να κάνω κάτι,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γιατροπορεύω — προσφέρω τις πρώτες βοήθειες σε κάποιον ώσπου να ρθεί ο γιατρός … Dictionary of Greek
εξυπηρετώ — (AM ἐξυπηρετῶ, έω) προσφέρω πρόθυμα και αποτελεσματικά τις υπηρεσίες μου, βοηθώ («εἴ τι χρή, πάτερ, πράσσειν, κλύοντες ἐξυπηρετήσομεν», Σοφ.) μσν. στέκομαι δίπλα, είμαι έτοιμος να προσφέρω τις υπηρεσίες μου … Dictionary of Greek
μισθωτεύω — (Α) [μισθωτός] προσφέρω τις υπηρεσίες μου έναντι μισθού, μισθοφορώ* … Dictionary of Greek
δουλεύω — δούλεψα, δουλεύτηκα, δουλεμένος 1. εργάζομαι: Δουλεύει σ’ ένα εργοστάσιο. 2. λειτουργώ: Το ψυγείο δε δουλεύει. 3. προσφέρω τις υπηρεσίες μου: Στην Κατοχή δούλευε για τους Γερμανούς. 4. κατεργάζομαι, επεξεργάζομαι κάτι: Δουλεύει το μάρμαρο και… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θητεύω — θήτεψα 1. προσφέρω τις υπηρεσίες μου έναντι αμοιβής. 2. ασχολούμαι με κάτι για αρκετό διάστημα (ειρωνικά): Θήτεψε στο λαθρεμπόριο, στην απάτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek
θυσία — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, αναφέρεται στην τελετουργική ανάλωση ενός αγαθού. Στον όρο θ. εντάσσεται μεγάλη ποικιλία θρησκευτικών γεγονότων, τα οποία θα μπορούσαν να περιληφθούν σε τρεις θεμελιώδεις κατηγορίες: την προσφορά των απαρχών (των… … Dictionary of Greek
χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ … Dictionary of Greek
προσφορά — Στην οικονομική γλώσσα σημαίνει μία ποσότητα αγαθών ή υπηρεσιών που βρίσκεται διαθέσιμη στην αγορά σε μια δεδομένη στιγμή και σε μια καθορισμένη τιμή. Ο σχετικός καθορισμός της τιμής είναι απαραίτητος, γιατί η π. οποιουδήποτε αγαθού τείνει… … Dictionary of Greek